- αχρύσωτος
- -η, -ο (Μ ἀχρύσωτος, -ον)ο μη επιχρυσωμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αχρύσωτος — η, ο αυτός που δεν επιχρυσώθηκε: Το Άγιο Ποτήριο ήταν αχρύσωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)